Ασυνούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ασυνούλα | οι | Ασυνούλες |
γενική | της | Ασυνούλας | — | |
αιτιατική | την | Ασυνούλα | τις | Ασυνούλες |
κλητική | Ασυνούλα | Ασυνούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ασυνούλα < + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑσυνούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ασυνούλα
|