Ασπασούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ασπασούλα | οι | Ασπασούλες |
γενική | της | Ασπασούλας | — | |
αιτιατική | την | Ασπασούλα | τις | Ασπασούλες |
κλητική | Ασπασούλα | Ασπασούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ασπασούλα < Ασπασ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑσπασούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ασπασία
Ασπασούλα
|