Ασημούδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ασημούδα | οι | Ασημούδες |
γενική | της | Ασημούδας | — | |
αιτιατική | την | Ασημούδα | τις | Ασημούδες |
κλητική | Ασημούδα | Ασημούδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.siˈmu.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ση‐μού‐δα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑσημούδα θηλυκό