Αρτούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αρτούλα | οι | Αρτούλες |
γενική | της | Αρτούλας | — | |
αιτιατική | την | Αρτούλα | τις | Αρτούλες |
κλητική | Αρτούλα | Αρτούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αρτούλα < + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρτούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αρτούλα
|