Αρμπάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αρμπάνα | οι | Αρμπάνες |
γενική | της | Αρμπάνας | — | |
αιτιατική | την | Αρμπάνα | τις | Αρμπάνες |
κλητική | Αρμπάνα | Αρμπάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αρμπάνα < άμεσο δάνειο από την αλβανική Arbana
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αρμπάνα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρμπάνα
|