Αρμάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αρμάνα | οι | Αρμάνες |
γενική | της | Αρμάνας | των | Αρμάνων |
αιτιατική | την | Αρμάνα | τις | Αρμάνες |
κλητική | Αρμάνα | Αρμάνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΑρμάνα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Αρμάνος