Αριστοβούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αριστοβούλα | οι | Αριστοβούλες |
γενική | της | Αριστοβούλας | — | |
αιτιατική | την | Αριστοβούλα | τις | Αριστοβούλες |
κλητική | Αριστοβούλα | Αριστοβούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αριστοβούλα < + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αριστοβούλα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αριστοβούλα
|