Αρετούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αρετούλα | οι | Αρετούλες |
γενική | της | Αρετούλας | — | |
αιτιατική | την | Αρετούλα | τις | Αρετούλες |
κλητική | Αρετούλα | Αρετούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αρετούλα < Αρετ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρετούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αρετή
Αρετούλα
|