Απτούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Απτούλα | οι | Απτούλες |
γενική | της | Απτούλας | — | |
αιτιατική | την | Απτούλα | τις | Απτούλες |
κλητική | Απτούλα | Απτούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Απτούλα < + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑπτούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Απτούλα
|