Αποστολούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αποστολούλα | οι | Αποστολούλες |
γενική | της | Αποστολούλας | — | |
αιτιατική | την | Αποστολούλα | τις | Αποστολούλες |
κλητική | Αποστολούλα | Αποστολούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αποστολούλα < Αποστολ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα → και δείτε τη λέξη Απόστολος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑποστολούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αποστολία
Αποστολούλα
|