Αποκρημνιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αποκρημνιώτης | οι | Αποκρημνιώτηδες |
γενική | του | Αποκρημνιώτη* | των | Αποκρημνιώτηδων |
αιτιατική | τον | Αποκρημνιώτη | τους | Αποκρημνιώτηδες |
κλητική | Αποκρημνιώτη | Αποκρημνιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αποκρημνιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αποκρημνιώτης < αποκρημν(ος) + -ιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑποκρημνιώτης αρσενικό (θηλυκό Αποκρημνιώτη ή Αποκρημνιώτου)