Ανυφαντής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ανυφαντής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ἀνυφαντής, ήδη από το 1300[1] (και θηλυκό Ἀνυφαντώ / Ἀνυφαντῶ) < επάγγελμα ἀνυφαντής (ανυφαντής), επίσης με καταγραφές το 1455, το 1862.[2]
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ανυφαντής αρσενικό (θηλυκό Ανυφαντή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Ανυφαντής - ⌘PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] (1261-1453) στα γερμανικά. Επιμ. ⌘ Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)
- ↑ Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 53, Λάρισα, 2008. ISSN: 1105-5138 (οθωμανική απογραφή του 1455 σελ.69, εκλογικοί κατάλογοι του 1862 (σελ.339).