Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ανοιξούλα οι Ανοιξούλες
      γενική της Ανοιξούλας
    αιτιατική την Ανοιξούλα τις Ανοιξούλες
     κλητική Ανοιξούλα Ανοιξούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ανοιξούλα < Άνοιξ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ανοιξούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Άνοιξη