Ανοίγματα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Ανοίγματα | ||
γενική | των | Ανοιγμάτων | ||
αιτιατική | τα | Ανοίγματα | ||
κλητική | Ανοίγματα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ανοίγματα < ανοίγματα < πληθυντικός αριθμός του άνοιγμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈniɣ.ma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐νοίγ‐μα‐τα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑνοίγματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό