Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αννούδα οι Αννούδες
      γενική της Αννούδας
    αιτιατική την Αννούδα τις Αννούδες
     κλητική Αννούδα Αννούδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αννούδα < Άνν(α) + -ούδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈnu.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αν‐νού‐δα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αννούδα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία