Ανεστούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ανεστούλα | οι | Ανεστούλες |
γενική | της | Ανεστούλας | — | |
αιτιατική | την | Ανεστούλα | τις | Ανεστούλες |
κλητική | Ανεστούλα | Ανεστούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ανεστούλα < + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ανεστούλα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ανεστούλα
|