Αμοιρόπουλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αμοιρόπουλος | οι | Αμοιρόπουλοι & Αμοιροπουλαίοι1 |
γενική | του | Αμοιρόπουλου & Αμοιροπούλου |
των | Αμοιρόπουλων2 & Αμοιροπουλαίων |
αιτιατική | τον | Αμοιρόπουλο | τους | Αμοιρόπουλους3 & Αμοιροπουλαίους |
κλητική | Αμοιρόπουλε | Αμοιρόπουλοι & Αμοιροπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Αμοιροπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Αμοιροπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αμοιρόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αμοιρόπουλος αρσενικό (θηλυκό Αμοιροπούλου)
Μεταγραφές επεξεργασία
- λατινικοί χαρακτήρες: Amoiropoulos, επίσης Amiropulos