Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αμοιρσούδα οι Αμοιρσούδες
      γενική της Αμοιρσούδας
    αιτιατική την Αμοιρσούδα τις Αμοιρσούδες
     κλητική Αμοιρσούδα Αμοιρσούδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αμοιρσούδα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.miɾˈsu.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐μοιρ‐σού‐δα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αμοιρσούδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία