Αμοιρσούδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αμοιρσούδα | οι | Αμοιρσούδες |
γενική | της | Αμοιρσούδας | — | |
αιτιατική | την | Αμοιρσούδα | τις | Αμοιρσούδες |
κλητική | Αμοιρσούδα | Αμοιρσούδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αμοιρσούδα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.miɾˈsu.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μοιρ‐σού‐δα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αμοιρσούδα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αμοιρσούδα
|
Πηγές επεξεργασία
- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.