Αλοΐζος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αλοΐζος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.loˈi.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λο‐ΐ‐ζος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αλοΐζος αρσενικό (θηλυκό Αλοΐζου)
Συγγενικά επεξεργασία
- Αλοϊζιάνικα (τοπωνύμιο)