Αλλοίμονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αλλοίμονος | οι | Αλλοίμονοι |
γενική | του | Αλλοίμονου & Αλλοιμόνου |
των | Αλλοίμονων & Αλλοιμόνων |
αιτιατική | τον | Αλλοίμονο | τους | Αλλοίμονους & Αλλοιμόνους |
κλητική | Αλλοίμονε | Αλλοίμονοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μάντζαρος (κλίση: καρδινάλιος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αλλοίμονος < αλλοίμονο + -ος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈli.mo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αλ‐λοί‐μο‐νος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑλλοίμονος (θηλυκό Αλλοίμονου ή Αλλοιμόνου)