Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αλιβιζόπουλος οι Αλιβιζόπουλοι
Αλιβιζοπουλαίοι1
      γενική του Αλιβιζόπουλου
Αλιβιζοπούλου
των Αλιβιζόπουλων2
Αλιβιζοπουλαίων
    αιτιατική τον Αλιβιζόπουλο τους Αλιβιζόπουλους3
Αλιβιζοπουλαίους
     κλητική Αλιβιζόπουλε Αλιβιζόπουλοι
Αλιβιζοπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Αλιβιζοπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Αλιβιζοπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλιβιζόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αλιβιζόπουλος αρσενικό (θηλυκό Αλιβιζοπούλου)

Μεταγραφές επεξεργασία