Αθανασούδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.θa.naˈsu.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐θα‐να‐σού‐δα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αθανασούδα | οι | Αθανασούδες |
γενική | της | Αθανασούδας | — | |
αιτιατική | την | Αθανασούδα | τις | Αθανασούδες |
κλητική | Αθανασούδα | Αθανασούδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αθανασούδα < Αθανάσ(ιος) + -ούδα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑθανασούδα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- Αθανασούδας (επώνυμο)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Αθανασούδα < γενική ενικού του αρσενικού Αθανασούδας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑθανασούδα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑθανασούδα αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Αθανασούδας
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.