Αθανασέλλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αθανασέλλης < πατρωνυμικό Αθανάσ(ιος) + -έλλης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.θa.naˈse.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐θα‐να‐σέλ‐λης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑθανασέλλης αρσενικό (θηλυκό Αθανασέλλη)