Αδαλόπουλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αδαλόπουλος | οι | Αδαλόπουλοι & Αδαλοπουλαίοι1 |
γενική | του | Αδαλόπουλου & Αδαλοπούλου |
των | Αδαλόπουλων2 & Αδαλοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Αδαλόπουλο | τους | Αδαλόπουλους3 & Αδαλοπουλαίους |
κλητική | Αδαλόπουλε | Αδαλόπουλοι & Αδαλοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Αδαλοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Αδαλοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αδαλόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αδαλόπουλος αρσενικό (θηλυκό Αδαλοπούλου)