Αβαντόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αβαντόπουλος | οι | Αβαντόπουλοι & Αβαντοπουλαίοι1 |
γενική | του | Αβαντόπουλου & Αβαντοπούλου |
των | Αβαντόπουλων2 & Αβαντοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Αβαντόπουλο | τους | Αβαντόπουλους3 & Αβαντοπουλαίους |
κλητική | Αβαντόπουλε | Αβαντόπουλοι & Αβαντοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Αβαντοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Αβαντοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αβαντόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑβαντόπουλος αρσενικό (θηλυκό Αβαντοπούλου)