• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Άσσος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : Ἄσσος

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Κύριο όνομα
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Άσσος οι Άσσοι
      γενική της Άσσου των Άσσων
    αιτιατική την Άσσο τις Άσσους
     κλητική Άσσε
(Άσσο)
Άσσοι
Συνήθως στο ενικό.
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Άσσος < αρχαία ελληνική Ἄσσος

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Άσσος θηλυκό

  1. πόλη της Μικράς Ασίας (σημερινό Dikil της Τουρκίας)
  2. χωριό της Κεφαλονιάς

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • Άσσος στη Βικιπαίδεια  

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    Άσσος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Άσσος&oldid=5458647"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 11:40
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 11:40.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie