Άσσος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Άσσος | οι | Άσσοι |
γενική | της | Άσσου | των | Άσσων |
αιτιατική | την | Άσσο | τις | Άσσους |
κλητική | Άσσε (Άσσο) |
Άσσοι | ||
Συνήθως στο ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Άσσος < αρχαία ελληνική Ἄσσος
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Άσσος θηλυκό
- πόλη της Μικράς Ασίας (σημερινό Dikil της Τουρκίας)
- χωριό της Κεφαλονιάς
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Άσσος στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Άσσος
|