Άρμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Άρμα | ||
γενική | του | Άρματος | ||
αιτιατική | το | Άρμα | ||
κλητική | Άρμα | |||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Άρμα < αρχαία ελληνική Ἅρμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈaɾ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Άρ‐μα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΆρμα ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Συνώνυμα
επεξεργασία- Δρίτσα (πρώην ονομασία)