Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Άκτορας οι Άκτορες
      γενική του Άκτορα των Ακτόρων
    αιτιατική τον Άκτορα τους Άκτορες
     κλητική Άκτορα Άκτορες
Δείτε και Άκτωρ, Ἄκτωρ
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Άκτορας < Ἄκτωρ, με -ωρ > -ορας από την αιτιατική τὸν Ἄκτορα < ἄκτωρ (που οδηγεί, αρχηγός) < ἄγω

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Άκτορας αρσενικό