Ἄκτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἄκτωρ | οἱ | Ἄκτορες |
γενική | τοῦ | Ἄκτορος | τῶν | Ἀκτόρων |
δοτική | τῷ | Ἄκτορῐ | τοῖς | Ἄκτορσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Ἄκτορᾰ | τοὺς | Ἄκτορᾰς |
κλητική ὦ! | ...?...ορ | Ἄκτορες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἄκτορε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀκτόροιν | ||
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δε γνωρίζουμε πώς θα τονιζόταν η κλητική ενικού. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «-» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ἄκτωρ < ἄκτωρ (που οδηγεί, αρχηγός) < ἄγω [ᾰ] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
- Ἄκτωρ αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- Ἄκτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἄκτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.