Δείτε επίσης: ἄκτωρ, Άκτωρ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἄκτωρ οἱ Ἄκτορες
      γενική τοῦ Ἄκτορος τῶν Ἀκτόρων
      δοτική τῷ Ἄκτορ τοῖς Ἄκτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἄκτορ τοὺς Ἄκτορᾰς
     κλητική ! ...?...ορ Ἄκτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἄκτορε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀκτόροιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δε γνωρίζουμε πώς θα τονιζόταν η κλητική ενικού.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «-» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἄκτωρ < ἄκτωρ (που οδηγεί, αρχηγός) < ἄγω [ᾰ] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἄκτωρ αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία