úrad
Σλοβακικά (sk)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- úrad < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *urędъ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈuːrat/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : úr‐ad
Ουσιαστικό
επεξεργασίαúrad (sk) αρσενικό
- δημόσια αρχή, υπηρεσία, γραφείο
- ⮡ colný úrad - τελωνείο, τελωνειακή υπηρεσία
- ⮡ dozorný úrad - υπηρεσία επίβλεψης
- ⮡ duchovný úrad - κλήρος, ιερατείο
- ⮡ imigračný úrad - υπηρεσία μετανάστευσης
- ⮡ kontrolný úrad - υπηρεσία αυτοψίας
- ⮡ pasový úrad - γραφείο διαβατηρίων
- ⮡ matričný úrad - ληξιαρχείο
- ⮡ patentový úrad - υπηρεσία χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
- ⮡ poštový úrad - ταχυδρομείο, ταχυδρομική υπηρεσία
- ⮡ štavebný úrad - υπηρεσία δόμησης, κατασκευών
- ⮡ vládny úrad - κυβερνητική υπηρεσία
- ⮡ vysoký úrad - υψηλό αξίωμα