Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλερέζα οι πλερέζες
      γενική της πλερέζας των πλερεζών
    αιτιατική την πλερέζα τις πλερέζες
     κλητική πλερέζα πλερέζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλερέζα < (λόγιο δάνειο) γαλλική pleureuse[1] (το πένθος, το μαύρο περιβραχιόνιο) < pleurer

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλερέζα θηλυκό

  • ενδυματολογικό αντικείμενο από τούλι μαύρου χρώματος που φοριέται από γυναίκες που πενθούν στο κεφάλι και καλύπτει το πρόσωπο

  Μεταφράσεις επεξεργασία