Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική zawartość zawartości
γενική zawartości zawartości
δοτική zawartości zawartościom
αιτιατική zawartość zawartości
οργανική zawartością zawartościami
τοπική zawartości zawartościach
κλητική zawartości zawartości

  Ετυμολογία επεξεργασία

zawartość < zawierać

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

zawartość (pl) θηλυκό

  1. το περιεχόμενο
  2. η περιεκτικότητα

Συγγενικά επεξεργασία