Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wrażenie wrażenia
γενική wrażenia wrażeń
δοτική wrażeniu wrażeniom
αιτιατική wrażenie wrażenia
οργανική wrażeniem wrażeniami
τοπική wrażeniu wrażeniach
κλητική wrażenie wrażenia

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

wrażenie (pl) ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία