παραθετικά
θετικός well-built
συγκριτικός better-built / more well-built
υπερθετικός best-built / most well-built

  Ετυμολογία

επεξεργασία
well-built < well + built

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌwel ˈbɪlt/

  Επίθετο

επεξεργασία

well-built (en)

  1. (για αντικείμενα ή κτίρια) που έχει κατασκευαστεί καλά ώστε να διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα
  2. ο εύρωστος, ο γεροδεμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία