well built
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | well built |
συγκριτικός | better built / more well built |
υπερθετικός | best built / most well built |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαwell built (en)
- άλλη μορφή του well-built
παραθετικά | |
θετικός | well built |
συγκριτικός | better built / more well built |
υπερθετικός | best built / most well built |
well built (en)