Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας weigh in
γ΄ ενικό ενεστώτα weighs in
αόριστος weighed in
παθητική μετοχή weighed in
ενεργητική μετοχή weighing in

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις weigh και in

  Ρήμα επεξεργασία

weigh in (en)

  1. (αμετάβατο) ζυγίζω, η πράξη του ζυγίσματος του σώματος πριν από κάποιο γεγονός ή εκδήλωση (λ.χ. ενός αθλητή πριν από αγώνα)
  2. (αμετάβατο) (με το at) ζυγίζω (τόσα κιλά κ.λπ.)
  3. (μεταβατικό) υπόκειμαι σε ζύγιση
  4. (ιδιωματισμός) φέρω το βάρος (συνήθως συντάσσσεται με τα on και with)· (μεταφορικά) ζυγιάζω ένα θέμα, κρίνω ένα ζήτημα