weigh in
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | weigh in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | weighs in |
αόριστος | weighed in |
παθητική μετοχή | weighed in |
ενεργητική μετοχή | weighing in |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
weigh in (en)
- (αμετάβατο) ζυγίζω, η πράξη του ζυγίσματος του σώματος πριν από κάποιο γεγονός ή εκδήλωση (λ.χ. ενός αθλητή πριν από αγώνα)
- (αμετάβατο) (με το at) ζυγίζω (τόσα κιλά κ.λπ.)
- (μεταβατικό) υπόκειμαι σε ζύγιση
- (ιδιωματισμός) φέρω το βάρος (συνήθως συντάσσσεται με τα on και with)· (μεταφορικά) ζυγιάζω ένα θέμα, κρίνω ένα ζήτημα