vespa
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- vespa < λατινική vespa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wobʰseh₂ (σφήκα) < *webʰ- (υφαίνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vespa | vespe |
vespa (it) θηλυκό
- (εντομολογία) η σφήκα
- η βέσπα, γνωστό μοντέλο σκούτερ
Συγγενικά
επεξεργασίαΛατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- vespa < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvespa (la) θηλυκό
- (εντομολογία) η σφήκα
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vespa | vespae |
γενική | vespae | vespārum |
δοτική | vespae | vespīs |
αιτιατική | vespam | vespās |
κλητική | vespa | vespae |
αφαιρετική | vespā | vespīs |
Πηγές
επεξεργασία- vespa - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvespa (pt) θηλυκό
- (εντομολογία) η σφήκα
- γνωστό μοντέλο σκούτερ