timoré
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | timoré | timorés |
θηλυκό | timorée | timorées |
timoré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | timoré | timorés |
θηλυκό | timorée | timorées |
timoré (fr)