téméraire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- téméraire < λατινική temerarius (τυχαίος, απ' όπου πήρε την έννοια του απερίσκεπτος)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
téméraire | téméraires |
téméraire (fr) αρσενικό ή θηλυκό