Ετυμολογία

επεξεργασία
téméraire < λατινική temerarius (τυχαίος, απ' όπου πήρε την έννοια του απερίσκεπτος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.me.ʁɛʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
téméraire téméraires

téméraire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. παράτολμος
  2. απερίσκεπτος