strzała
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strzała | strzały |
γενική | strzały | strzał |
δοτική | strzale | strzałom |
αιτιατική | strzałę | strzały |
οργανική | strzałą | strzałami |
τοπική | strzale | strzałach |
κλητική | strzało | strzały |
Προφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαstrzała < πρωτοσλαβική strěla
Ουσιαστικό
επεξεργασίαstrzała (pl) θηλυκό
- το βέλος