Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική stołówka stołówki
γενική stołówki stołówek
δοτική stołówce stołówkom
αιτιατική stołów stołówki
οργανική stołów stołówkami
τοπική stołówce stołówkach
κλητική stołówko stołówki

  Ετυμολογία επεξεργασία

stołówka < stół

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɔˈwufka/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

stołówka (pl) θηλυκό

  • η τραπεζαρία, η καντίνα (ο χώρος μαζικής εστίασης σε λέσχες, ξενοδοχεία, φοιτητικές εστίες, φυλακές κλπ)