spotkanie
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spotkanie | spotkania |
γενική | spotkania | spotkań |
δοτική | spotkaniu | spotkaniom |
αιτιατική | spotkanie | spotkania |
οργανική | spotkaniem | spotkaniami |
τοπική | spotkaniu | spotkaniach |
κλητική | spotkanie | spotkania |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spɔtˈkã.ɲɛ/
- ⓘ
Ετυμολογία
επεξεργασίαspotkanie (pl) < spotkać τετελεσμένο (spotykać μη τετελεσμένο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαspotkanie (pl) ουδέτερο