Ετυμολογία

επεξεργασία
sorcier < sorcerius < δημώδης λατινική sortiarius, που λέει τη μοίρα < λατινική sors

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɔʁ.sje/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sorcier sorciers
θηλυκό sorcière sorcières

sorcier (fr)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία