sorcellerie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαsorcellerie < μέση γαλλική sorcerie
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sɔʁ.sɛl.ʁi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sorcellerie | sorcelleries |
sorcellerie (fr) θηλυκό
- η κακή μαγεία
sorcellerie < μέση γαλλική sorcerie
ενικός | πληθυντικός |
sorcellerie | sorcelleries |
sorcellerie (fr) θηλυκό