Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

soccus < αρχαία ελληνική σύκχος ή ίσως από γαλατική λέξη που σημαίνει δέρμα ζώου· πβ. λατινικά sucula=γουρούνα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

soccus αρσενικό

  1. παντόφλα
  2. ελαφρό χαμηλό υπόδημα των ηθοποιών της κωμωδίας
     αντώνυμα:: cothurnus (<κόθορνος, που φορούσαν οι ηθοποιοί του τραγικού θεάτρου)
  3. (συνεκδοχικά) κωμωδία

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική soccus soccī
γενική soccī soccōrum
δοτική soccō soccīs
αιτιατική soccum soccōs
κλητική socce soccī
αφαιρετική soccō soccīs
(β' κλίση)