Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική skinienie skinienia
γενική skinienia skinień
δοτική skinieniu skinieniom
αιτιατική skinienie skinienia
οργανική skinieniem skinieniami
τοπική skinieniu skinieniach
κλητική skinienie skinienia

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sʲcĩˈɲɛ̇̃ɲɛ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

skinienie (pl) ουδέτερο

  • το νόημα, η κίνηση με τμήμα του σώματος που χρησιμοποιείται για συννενόηση