ενεστώτας simplify
γ΄ ενικό ενεστώτα simplifies
αόριστος simplified
παθητική μετοχή simplified
ενεργητική μετοχή simplifying

  Ετυμολογία

επεξεργασία
simplify < γαλλική simplifier (απλοποιώ) < μεσαιωνική λατινική simplificare (απλοποιώ) < λατινική simplex (απλός).[1] (μαρτυρείται από το 1759[1] ή το 1750[2])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsɪm.plɪ.faɪ/ (βρετανικό)
 
 
ΔΦΑ : /ˈsɪm.plə.faɪ/ (ΗΠΑ)

simplify (en)

  1. (μεταβατικό) απλοποιώ
  2. (αμετάβατο) απλοποιούμαι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 simplify - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. simplify - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)