Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απλοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος απλοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

απλοποιούμαι

  1. γίνομαι πιο απλός, λιγότερο περίπλοκος
  2. (για μαθηματικές πράξεις) μετατρέπομαι σε κλάσμα με ίδιες αναλογίες αλλά με πιο μικρούς όρους

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία