Ετυμολογία

επεξεργασία
απλοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος απλοποιώ

απλοποιούμαι

  1. γίνομαι πιο απλός, λιγότερο περίπλοκος
  2. (για μαθηματικές πράξεις) μετατρέπομαι σε κλάσμα με ίδιες αναλογίες αλλά με πιο μικρούς όρους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία