απλοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απλοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος απλοποιώ
Ρήμα
επεξεργασίααπλοποιούμαι
- γίνομαι πιο απλός, λιγότερο περίπλοκος
- (για μαθηματικές πράξεις) μετατρέπομαι σε κλάσμα με ίδιες αναλογίες αλλά με πιο μικρούς όρους
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απλοποιούμαι | απλοποιούμουν | θα απλοποιούμαι | να απλοποιούμαι | ||
β' ενικ. | απλοποιείσαι | απλοποιούσουν | θα απλοποιείσαι | να απλοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | απλοποιείται | απλοποιούνταν | θα απλοποιείται | να απλοποιείται | ||
α' πληθ. | απλοποιούμαστε | απλοποιούμασταν απλοποιούμαστε |
θα απλοποιούμαστε | να απλοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | απλοποιείστε | απλοποιούσασταν απλοποιούσαστε |
θα απλοποιείστε | να απλοποιείστε | απλοποιείστε | |
γ' πληθ. | απλοποιούνται | απλοποιούνταν | θα απλοποιούνται | να απλοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απλοποιήθηκα | θα απλοποιηθώ | να απλοποιηθώ | απλοποιηθεί | ||
β' ενικ. | απλοποιήθηκες | θα απλοποιηθείς | να απλοποιηθείς | απλοποιήσου | ||
γ' ενικ. | απλοποιήθηκε | θα απλοποιηθεί | να απλοποιηθεί | |||
α' πληθ. | απλοποιηθήκαμε | θα απλοποιηθούμε | να απλοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | απλοποιηθήκατε | θα απλοποιηθείτε | να απλοποιηθείτε | απλοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | απλοποιήθηκαν απλοποιηθήκαν(ε) |
θα απλοποιηθούν(ε) | να απλοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απλοποιηθεί | είχα απλοποιηθεί | θα έχω απλοποιηθεί | να έχω απλοποιηθεί | απλοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις απλοποιηθεί | είχες απλοποιηθεί | θα έχεις απλοποιηθεί | να έχεις απλοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απλοποιηθεί | είχε απλοποιηθεί | θα έχει απλοποιηθεί | να έχει απλοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απλοποιηθεί | είχαμε απλοποιηθεί | θα έχουμε απλοποιηθεί | να έχουμε απλοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απλοποιηθεί | είχατε απλοποιηθεί | θα έχετε απλοποιηθεί | να έχετε απλοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απλοποιηθεί | είχαν απλοποιηθεί | θα έχουν απλοποιηθεί | να έχουν απλοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απλοποιούμαι
|