selectable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | selectable |
συγκριτικός | more selectable |
υπερθετικός | most selectable |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sɪˈlektəbl̩/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /səˈlektəbl̩/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : se‐lec‐ta‐ble
Επίθετο
επεξεργασίαselectable (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
selectable | selectables |
selectable (en)
- (πληροφορική) το αντικείμενο που μπορεί να επιλεχθεί από τον χρήστη