unselectable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- unselectable < un- + selectable
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʊnˌsɪˈlektəbl̩/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈʌnˌsəˈlektəbl̩/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : un‐se‐lec‐ta‐ble
Επίθετο επεξεργασία
unselectable (en) (χωρίς παραθετικά)